- καθαρτήριος
- -α, -ο (AM καθαρτήριος, -ον) [καθαρτήρ]αυτός που γίνεται για εξαγνισμό, αυτός που προκαλεί καθαρμό («καθαρτήριοι θυσίαι», Δίον. Αλ.)νεοελλ.-μσν.το ουδ. ως ουσ. (κατά τη διδασκαλία τής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας) το καθαρτήριο(ν)ο τόπος όπου εξαγνίζονται κατά τη μεταθανάτια ζωή με το καθαρτήριο πυρ, πριν εισέλθουν στον παράδεισο, οι ψυχές όσων αμαρτωλών μετανόησαναρχ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ καθαρτήριαοι εξαγνιστικὲς θυσίες.
Dictionary of Greek. 2013.